μυθικάς

μυθικάς
μῡθικά̱ς , μυθικός
mythic
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”